- συνάφεσις
- -έσεως, ἡ, ΜΑ [συναφίημι]μσν.αποχή από κάτι που γίνεται από κοινού ή μαζί με κάποιον άλλοαρχ.1. (ιδίως σχετικά με άρματα) ταυτόχρονη απελευθέρωση2. (για ποταμούς) αφετηρία από το ίδιο σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.